Τι; δεν ξέρετε τι θα πει αθιβολή; είναι στα κρητικά ή σκέψη, κουβέντα, συζήτηση.
Άντε να ξεκινήσουμε τώρα….
Δώσε στους κρητικούς μια κατσούνα, ένα σαρίκι κι ένα ζευγάρι στιβάνια κι άσε τους να φτιάξουν τον κόσμο τους από τη αρχή. Και καλύτερα. Γιατί τι είναι η Κρήτη χωρίς το παραδοσιακό αξεσουάρ – πολυεργαλείο της; Τι είναι ο κρητικός χωρίς το σαρίκι και τα στιβάνια του; Βραστό καλαμπόκι χωρίς αλάτι….
Αυτά σκεφτόμενη παρακολουθούσα τη συζήτηση που είχε ανάψει για τα καλά. Τέσσερεις Κρητίκαροι – που στα νιάτα τους θα’ τανε ίσαμε κει πάνω – κάθονταν στο καφενείο του χωριού που δούλευα, σε δυο διαφορετικά τραπέζια, κάτω από τον πιο παχύ ίσκιο της μικρής πλατείας και μες το καταμεσήμερο ανάμεσα σε ελληνικούς καφέδες και νερά εξιστορούσαν όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας …
«Ήντανε μπρε τανε που λες; Κατέχεις άλλη εποχή που δεν εμύριζε το χνώτο του Έλληνα από καισες του Αντρέα; Ηρθενε και χορτάσαμε ψωμί», έλεγε ο ένας – ο πιο νέος – που τα στιβάνια του ήτανε τόσο καλογυαλισμένα που άνετα μπορούσες να τα χρησιμοποιήσεις για καθρέφτη.
«Ε και γροίκα! Για δε λες καλλιά πως με τα χουβαρνταλίγκια του εφτάσαμε να χρωστούμε τσι Μιχαλούς και να μη ποταζομαι σήμερα ένα φράγκο», απαντούσε ο άλλος που το σαρίκι του, έπεφτε τόσο χαμηλά στο μάτι που νόμιζες πως ήταν μονόφθαλμος πειρατής.
Οι άλλοι δυο της παρέας – ένας δίπλα σε κάθε «καπετάνιο» – δεν μιλούσαν. Ο ένας αγνάντευε την πλατεία και που και που μου έριχνε κλεφτές ματιές – περίμενε ως φαίνεται με αγωνία τη δική μου κίνηση- κι ο άλλος «αραγμένος» στην καρέκλα του –όσο σου επιτρέπουν να αράξεις αυτές οι καρέκλες καφενείου- με τα μάτια σφαλιστά, κρατούσε σφιχτά την κατσούνα του.
«Ηντα θε να μαστονε μπρε χωρίς τον Αντρέα; Μπα και θαρρεις πως χαμε γιατρούς ανε δεν ήτονε κεινος; Θα χαμε κοντο νοσοκομεία να πάμε ανε δε σκεφτούντανε να σάσει το ΕΣΥ;», συνέχιζε ακάθεκτος ο χωρίς καμιά αμφιβολία υποστηρικτής του παλιού του καλού του ορθόδοξου!
«Κι αποκειας; Ηντα άλλο ήκαμε; Ηφερε μας το Σημίτη και μας ήβαλε στο ευρώ κι από κεινα τη μέρα δε στένει το πορτοφόλι ούτε φασόλι», απαντούσε ο άλλος που κρίνοντας από το σουλούπι μάλλον για «άριστος» πέρναγε..
Και όσο η συζήτηση προχωρούσε τόσο κόρωναν οι συνομιλητές… Αν δηλαδή δεν είχα λίγη γνώση της περιοχής και κυρίως των χαρακτήρων της ομήγυρης, θα άρχιζα να πανικοβάλλομαι πως δεν θα γλιτώσουμε τον καβγά..
Αλλά ευτυχώς είχα γνώση! Το ‘ χα δει το «έργο» βλέπεται τόσες φορές από τη μέρα που πρωτόπιασα δουλειά στο καφενείο, στις αρχές του καλοκαιριού. Λίγο πριν ξεφύγει η κατάσταση και μετατραπεί η μικρή μας πλατεία σε Ντονμπάς, ο «αραχτός» της παρέας ανακάθισε στην καρέκλα του, χτύπησε με δύναμη την κατσούνα στις πλάκες της πλατείας και με φωνή στεντόρεια είπε «μες το καταμεσήμερο, ηντανε η φασαρία;, Αναθυμάστε τα παλιά και γίνεστε θηρία.».
Σιώπησε η παρέα. Κι η σιωπή αυτή ήταν το σήμα. Είχε έρθει η δική μου ώρα! Όπως κάθε μεσημέρι τέτοια ώρα –μεσημέρι για μένα γιατί γι’ αυτούς που σηκώνονταν κάθε πρωί στις 4 και έπαιρναν το μεσημεριανό ύπνο τους στις 12.30 , τωρα ήταν απόγευμα- σηκώθηκα από την καρεκλίτσα μου δίπλα στην πόρτα και ρώτησα: «Τι λέτε; Είναι η ώρα για τις λεμονάδες και το γαλακτομπούρεκο;»
«Κι αμε δεν είναι;» είπε ο «τενόρος» μου και χτύπησε πάλι με δύναμη την κατσούνα του στην πλάκα, κίνηση – επισφράγιση, που σήμαινε πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο να ειπωθεί ή να γίνει εκτός από εκείνο που μόλις αυτός είχε «διατάξει»….