Κρητική διάλεκτος ονομάζεται η μορφή της νεοελληνικής που μιλιέται στην Κρήτη τις τελευταίες χιλιετίες.
Η κρητική διάλεκτος αποτελεί φυσική εξέλιξη της δωρικής διαλέκτου χωρίς ποτέ να υποστεί κεντρικές παρεμβάσεις, διορθώσεις και καθαρισμούς.
Κατά τον ύστερο μεσαίωνα εξελίχθηκε σε λόγια γλώσσα, και εκφράστηκε μέσα από την ποίηση του Κορνάρου του Χορτάτση και άλλων, μέσα από το κρητικό θέατρο και τα λαϊκά τετράστιχα -μαντινάδες- των οποίων η θεματολογία μπορεί να είναι από σκωπτική έως φιλοσοφική.
Η κρητική διάλεκτος υπήρξε για περισσότερα από 200 χρόνια, από την γλωσσική και θρησκευτική μετάβαση της Κωνσταντινούπολης].το 1453 έως την πτώση του Χάνδακα το 1669, η μοναδική ελληνική διάλεκτος που ομιλούνταν και διδάσκονταν επίσημα. Κατά την διάρκεια του μεσαίωνα, ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία επικράτησης της κρητικής διαλέκτου στον ευρύτερο νότο της βαλκανικής χερσονήσου, έναντι των μη ελληνικών διαλέκτων που κυριαρχούσαν.
Η όποια όμως διακόπηκε από την οθωμανική εισβολή του 1669. Θεωρείται ότι αν αυτό δεν είχε συμβεί η σύγχρονη ελληνική δημοτική θα ήταν η φυσική εξέλιξη της κρητικής διαλέκτου.
Σήμερα η κρητική διάλεκτος δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση, όπως συχνά συμβαίνει σε μειονοτικές διαλέκτους που δεν διδάσκονται, καθώς κυρίως στο νότο, αποτελεί την μόνη προφορική γλώσσα και συνεχίζει και να εξελίσσεται.
Παρά την έντονη διαφοροποίηση που διαπιστώνεται ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές της Κρήτης, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου αυτής είναι τα εξής:
Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση
Όπως ισχύει για μεγάλο μέρος των νεοελληνικών διαλέκτων (Τζιτζιλής 2000), οι μελέτες που αφορούν την κρητική διάλεκτο είναι ιστορικού προσανατολισμού και αποτελούν κυρίως συλλογές διαλεκτικού υλικού, με στόχο όχι τη διερεύνηση της σύγχρονης διαλεκτικής χρήσης, αλλά κυρίως τον εντοπισμό των αποκλίσεων (κυρίως σε φωνητικό-φωνολογικό, μορφολογικό και λεξιλογικό επίπεδο) από τη νεοελληνική κοινή, καθώς και τη σύνδεση των διαλέκτων με παλαιότερες φάσεις της ελληνικής (αρχαία, ελληνιστική κοινή, βυζαντινή βλ. σχετικά Χαραλαμπάκης 2001).
Ο Κοντοσόπουλος (1988), έχοντας συλλέξει ένα ιδιαίτερα σημαντικό υλικό, επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις επιμέρους διαλεκτικές διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται στο νησί.
Και αυτός όμως βασίζει τα συμπεράσματά του σε παλαιότερη μορφή της κρητικής διαλέκτου (όπως την κατέγραψε ο ίδιος από μεγαλύτερους σε ηλικία ομιλητές της που ζούσαν σε «απομονωμένα» χωριά), ενώ ταυτόχρονα αποκλείει από το δείγμα του κατοίκους των μεγάλων πόλεων της Κρήτης, που ενδεχομένως να μην είχαν διατηρήσει τα «ιδιαίτερα» γνωρίσματα που διαφοροποιούν την κρητική από τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους και από τη νεοελληνική κοινή (για τα μεθοδολογικά προβλήματα αυτού του διαλεκτικού άτλαντα, βλ. Χαραλαμπάκης 1988-1989).
Είναι, επομένως, αναμφισβήτητη η ανάγκη συλλογής σύγχρονου υλικού για τη μελέτη της διαλέκτου αυτής με βάση τις σύγχρονες μεθοδολογικές προσεγγίσεις της διαλεκτολογίας και της κοινωνιογλωσσολογίας.
Γενικά υποστηρίζεται ότι, όπως και οι υπόλοιπες νεοελληνικές διάλεκτοι και ιδιώματα, έτσι και η κρητική -όπως τουλάχιστον είναι καταγεγραμμένη και γίνεται αντιληπτή από τις σχετικές μελέτες-βρίσκεται σε υποχώρηση λόγω της επικράτησης της κοινής νεοελληνικής. Οι ομιλητές της τη χρησιμοποιούν συνήθως για ανεπίσημη επικοινωνία και η χρήση της περιορίζεται κυρίως στα χωριά.
Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η χρήση της κρητικής διαλέκτου από ελληνόφωνους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στις παραλιακές περιοχές της Τρίπολης του βορείου Λιβάνου και στο χωριό Χαμεντίγιε της νότιας Συρίας (Τσοκαλίδου 1999 [σύνδεση με το κείμενο σε αυτήν την ενότητα]).
Πρόκειται για περίπου 7.000 άτομα, μετανάστες τρίτης έως και πέμπτης γενιάς, που χρησιμοποιούν την κρητική κυρίως στον προφορικό τους λόγο. Είναι απόγονοι των μουσουλμάνων της Κρήτης που εγκατέλειψαν το νησί κατά το διάστημα 1866-1897, δηλαδή από το ξέσπασμα της τελευταίας κρητικής επανάστασης κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη, οι πληθυσμοί αυτοί εξακολουθούν να διατηρούν την εθνοτική τους συνείδηση, τα έθιμα και της παραδόσεις της Κρήτης και επιθυμούν σχέσεις τόσο με το νησί όσο και με τη μητροπολιτική Ελλάδα εν γένει.
Επίσης, εκτός ελλαδικού χώρου, η κρητική διάλεκτος μιλιέται από μουσουλμάνους κρητικούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί το 1923 με την ανταλλαγή πληθυσμών και εγκαταστάθηκαν σε άλλα μέρη της Μεσογείου, όπως είναι η Σμύρνη, τα Μοσχονήσια, το Αδραμύτι και τα Άδανα της Τουρκίας (Κοντοσόπουλος 2000, 30).
Χαρακτηριστικά σε σχέση με την νέα Ελληνική
• Στην κρητική διαλέκτο οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μπορούν να μπαίνουν πριν και μετά το ρήμα σχεδόν σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε αντίθεση με την νέα ελληνική και την καθαρεύουσα, παραδείγματα: κατέχω το, ξανοίγω σε, μανίζω ντος, γρικώ ντου, ετα το χτύπα, επαε τα θέσε.
• Ο αόριστος των ρημάτων καταλήγει με τον δωριζμό –ξα αντί του -σα της νέας ελληνικής και της καθαρεύουσας, για παράδειγμα: εζίγωξα, εστέγνωξα, εστέργιωξα.
• H κρητική διάλεκτος όντας φυσικά διαμορφωμένη, δεν επιτρέπει χασμωδίες, για παράδειγμα: τρώγω αντί του τρώω, κλαίγω αντί του κλαίω κτλ.
• Πολλοί τύποι της γενικής πτώσης της δωρικής εγκαταλείφθηκαν στην κρητική διάλεκτο κατά το μεσαίωνα, ενώ άλλοι τύποι της ελληνιστικής περιόδου αναβίωσαν στις μέρες μας μέσα από το ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα στην καθαρεύουσα και στα νέα ελληνικά. Για παράδειγμα στην κρητική διάλεκτο θα λέγαμε περιφραστικά ‘’η γεύση από το αίμα’’ και ποτέ ‘’η γεύση του αίματος’’ Η χρήση τέτοιων τύπων που έχουν αναβιώσει τεχνητά σε συνδυασμό με την κρητική διάλεκτο έχει αντιαισθητικό αποτέλεσμα.
• Σε αντίθεση με την νέα ελληνική, στα κρητικά παίρνουν τελικό »νι» άρθρα αντωνυμίες και επιρρήματα μόνο όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από φωνήεν, ανεξάρτητα από το γένος και το είδους της. Για παράδειγμα Πληθυντικός: των ανθρώπω, όλω τω χωργιώ, τω μπολλώ λογιώ. Όταν ακολουθεί αρσενικό: το δάσκαλο, τον αδερφό. Άκλιτα: δε θέλω, δεν αλλάζω, μη μιλείς, μη γρικάς, μην έργας. Το επίρρημα-σύνδεσμος σαν: σα κουτέντα, σαν οψάργας,
Το λεξιλόγιο:
θορώ βλέπω
ξανοίγω κοιτάω με προσοχή, ατενίζω
τίνος ποιου (μονο γενική)
δράκα χούφτα, πολύ μικρή ποσότητα
ετα εκεί, στο σημείο που βρίσκεσαι
εκε εκεί, σε σημείο διαφορετικό από το σημείο που βρίσκεσαι
γιάε κοιτά εδώ, προσεξε (μονο προστακτική)
ειδέ κοιτά
γρικώ ακούω
κατέχω ξέρω
απής αφού, μετά
κάτης γάτα
αμανίτος μανιτάρι
αρισμαρί δενδρολίβανο
αλισάχνη πολύ αλμυρό
χοχλιός σαλιγκάρι
όρνιθα κότα
μαδάρα βουνό χωρίς βλάστηση, βράχος
μαδώ αποψιλώνω
ηντα τί
γιάηντα γιατί
αρναούτης ατημέλητος
απύρι θειάφι
βεντέτα εκδίκηση
χάρακας, χαράκι
βράχος
είς ένας
αλάργo μακριά
αθιβολώ κουβεντιάζω
αίγα κατσίκα
σαλεύω κινούμαι
σκιάς τουλάχιστον
πορίζω βγαίνω έξω
ξά δικαίωμα, ευθύνη
μήδε ούτε
μανίζω θυμώνω
βεντέμα συγκομιδή
μαντινάδα έμμετρο τετράστιχο
μανίκα μανίκι
εδά τώρα
κάλυκας μπότα
ντελόγο αμέσως
σαφί βέβαιο, σίγουρο
ντρέτα ίσια, ευθεία, μεταφορικά τίμια
ταχιά αύριο πρωί
οψάργας χθες βράδυ
πόδε κοντά
ποθές πουθενά
θέτω ξαπλώνω
λέσκα χαράδρα
καράνης ξεροκέφαλος
εργώ κρυώνω
ξόδι κηδεία
δροσά τίποτα
αγλακώ τρέχω
κουτέντα κολακείες
επαε εδώ
μιλιούνια χιλίαδες
μαντάτο νέο, στοιχείο, περιστατικό
κεντώ παίρνω φωτιά, καίω
απολλυμάρι πτώμα
αντίσκαρος αντικαταστάτης
αντισκάρι αντάλλαγμα
δόγα ξύλινο κομμάτι από σκάφος λαούτου
δραγουμάνος διερμηνέας
νοντάρος συμβολαιογράφος
αβοκάτης συνήγορος
αλαργινός μακρινός
αλαργεύω απομακρύνομαι
μολάρω – έρνω φεύγω
μολαριτός λυμένος (από δεσμά)
πάντης μήπως
θο προς
μολεύω ατιμάζω, μολύνω
ξεκρίνω ξεχωρίζω
ξεβγάνω σκοτώνω