Κρητική Παράδοση: Οδηγίες χρήσης

«Λοιπόν, τι λες; Τα χρειάζεσαι ακόμη τα μαύρα ποκάμισα;»

Όταν ήμουν νεοδιόριστος δάσκαλος, εκεί που πίναμε καφέ με έναν συνάδελφο «στις καρέκλες» (έτσι λέγαμε τότε τη σειρά τα καφενεία στην Πλατεία Ελευθερίας, τότε που η πλατεία ήταν ακόμη στα μέτρα του ανθρώπου· κλείνω την παρένθεση), είδα που πέρασε ένας άλλος συνάδελφος, είχα μήνες να τον δώ, είχε αφήσει μούσι (έτσι το νόμισα εγώ) και φορούσε μαύρο πουκάμισο. «Ωχ, είπα συντουνούς μου, μαυροποκαμισάς και ο Μανωλάκης!» – το μούσι δεν το σχολίασα, ήξερα ότι ήταν πασοκατζής, και τότε το μούσι ήταν απαραίτητο για το ίματζ ενός μπροστάρη. Ας είναι.

*Γράφει ο Βασίλης Ορφανός

Ετοιμαζόμουνα λοιπόν να πω και ξεστομάτου το σχόλιο για το μαύρο πουκάμισο, αλλά ευτυχώς για μένα, δυστυχώς για τον περαστικό συνάδελφο, «έχασε το παιδί του», με πληροφόρησε ο συνομιλητής μου. Αυτό λοιπόν εξηγούσε και το «μούσι»… ο άνθρωπος είχε αφήσει γένια γιατί πενθούσε το παιδί του!..

«μόνο με τα μαύρα ποκάμισα και τις μπαλοθιές στον αέρα

συμμισάρης δε γίνεσαι στην προγονική περηφάνεια»

Ξαναείδα τον χαροκαμένο συνάδελφο μετά από αρκετά χρόνια. Είχε ακόμη γένια. Και φορούσε ακόμη μαύρο πουκάμισο. Δεν το έβγαλε ποτέ. Ούτε εγώ έβγαλα ποτέ από το μυαλό μου τη ντροπή για τη βιασύνη μου να τον πω «μαυροποκαμισά». Τη λέω σήμερα δημόσια, μπας κι αλαφρώσω.

Αυτόν τον συνάδελφο σκέφτομαι όποτε βλέπω νεαρούς να ξεπεζεύουν από το διπλοκάμπινο και να περιφέρουν στις καφετέριες και τις πλατείες τη μαυροφορεμένη λεβεντιά τους, καμιά φορά με ασορτί στιβάνια, δηλώνοντας έτσι ότι είναι λάτρεις της κρητικής παράδοσης. Η οποία όμως τα μαύρα ποκάμισα τα είχε και τα έχει μόνο για το πολύ βαρύ πένθος, για τους άντρες: Όταν ο άντρας έχανε τη γυναίκα του, αφού πια κι οι δυο είχαν προχωρήσει στην ηλικία, δε φορούσε μαύρο ποκάμισο· έμενε ίσως αξύριστος μέχρι τα σαράντα. Αν όμως έχανε νέα γυναίκα…

Αν πεις και για παιδί… Μην αξιώνεις Θέ’ μου! Ο Κωστής Παλαμάς έκανε τον πόνο του ποίημα: «Άφκιαστο κι αστόλιστο του χάρου δε σε δίνω, / στάσου με τ’ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω. / Μήπως και του Χάροντα, καθώς θα σε κοιτάξει, / του φανείς αχάιδευτο και σε παραπετάξει». Ο απλός Κρητικός όμως; Αυτός, φόραγε μαύρο πουκάμισο. Έτσι έλεγε τον βαρύ του πόνο.

Δεν αδικώ τα ντελικανιδάκια με τα μαύρα ποκάμισα. Σίγουρα έχουν αγνές προθέσεις και θέλουν να τιμήσουν την παράδοση. Και μπράβο τους! Αλλά μήπως πρέπει κανείς να τα βοηθήσει να δώσουν ένα αληθινό περιεχόμενο στη λέξη παράδοση; Να τα πάρει με το καλό και να τους εξηγήσει πως μόνο με τα μαύρα ποκάμισα και τις μπαλοθιές στον αέρα, συμμισάρης δε γίνεσαι στην προγονική περηφάνεια. Να τους εξηγήσει τι πιστοποιητικά απαιτούνται για την εγγραφή στο Ληξιαρχείο της Συλλογικής Μνήμης:

Αν θες, παιδί μου, να καμαρώνεις που είσαι Κρητικός, δες τι σπουδαίο έκαναν οι παππουδογιαγιάδες σου και προσπάθησε να τους μιμηθείς, κι αν μπορεί να πας και παραπέρα. Αλλά από πού να αρχίσεις; που έχεις, παιδί μου, προγόνους που το ’χαν στο αίμα τους να καλοδέχονται τον ξένο, να στένουν μπέτη όποτε χρειάζεται, να πολεμούν για το δίκιο του άλλου, να τους έχουν το μαχαίρι στο λαιμό κι όμως να κάνουν το χρέος του, να τους αρέσει το όμορφο, το τίμιο και το αληθινό· προγόνους που ήξεραν να δίνουν αξία στον άυλο πλούτο και λέγανε «με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου»· προγόνους που μετρούσαν τα λόγια τους, που ήξεραν να σέβονται, που λογαριάζανε με σύνεση τον πήδο που χρειάζεται για να περάσεις ένα χαντάκι, στην εξοχή και στη ζωή· που ξέρανε να υπομένουν, να επιμένουν, να αντέχουν, να ελπίζουν… Και κυρίως να δουλεύουν!

Αυτοί ήτανε παιδί μου οι πρόγονοί σου. Και τα μαύρα ποκάμισα τα είχανε για το ασήκωτο πένθος. Μετά χάλασε η δουλειά, τα πήρε τα μαύρα ποκάμισα η μόδα και η ελαφρότητα, μέχρι και αστεία μαντινάδα τα κάμαμε: «Άσπρο ποκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω, / κι ανέ μ-πετύχει στο μπογιά πολλές καρδιές θα κάψω!»

Σου εύχομαι, παιδί μου, τις καρδιές να τις κάψεις με τα νιάτα σου κι όχι με το πουκάμισο. Και κοντά στα νιάτα βάλε κι ό,τι μπορέσεις από τα παραπάνω, γιατί αυτά φτιάχνουν την αληθινή κρητική λεβεντιά. Μ’ αυτά και καρδιές θα κάψεις, και καλό όνομα θα φτιάξεις, και καλό παράδειγμα θα δώσεις στα παιδιά σου. Ε, να, αυτό είναι παράδοση: Παίρνεις κάτι από τους προγόνους σου, το καλλιεργείς, και παραδίδεις τους καρπούς στην επόμενη γενιά!

Φαντάζομαι πως θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι πρέπει να είσαι και λίγο προσεκτικός, γιατί οι πρόγονοί μας κάνανε και μερικά στραβά. Ε, αυτά δε χρειάζεται να τα συνεχίσουμε: Δε χρειάζεται να σκοτωνόμαστε για μια πατουχιά χωράφι και να ξεκληρίζουνται οικογένειες για το κουδούνι μιας ψόφιας κατσίκας! Ούτε να θέλουμε πάντοτε εμείς να έχουμε δίκιο κι οι άλλοι άδικο. Ούτε να νομίζομε πως «Όλος ο κόσμος απ’ τη μια κι η Κρήτη από την άλλη, / ω την παντέρμη ζυγαριά, στην Κρήτη γέρνει πάλι!»

Αλλά επειδή είσαι νέος και βράζει το αίμα σου, ξέρω πως σου αρέσουνε τα μεγάλα και τα σπουδαία και τα υψηλά. Αλίμονο αν δε σου αρέσανε! Αλλά κι εδώ μπορείς να βρεις ξαμάρι για τις φιλοδοξίες σου: Θες ζωγράφους; σου δίνω εγώ τον Θεοτοκόπουλο. Θες ποιητές; να ο Κορνάρος και ο Χορτάτζης· θες συγγραφείς; να ο Καζαντζάκης και ο Πρεβελάκης· ηθοποιούς; να ο Μινωτής και ο Κατράκης· θες μουσικούς; έλα να περπατήσεις στα χνάρια του Μουντάκη, ή του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. ΄Οσο για επιστήμονες, ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης (που σε περνά λίγα χρόνια μόνο) σε περιμένει στο ΜΙΤ. Αν πάλι θες να λάμψεις στην πολιτική, ο Ελευθ. Βενιζέλος περιμένει ακόμη κάποιον άξιο να του παραδώσει τη σκυτάλη. Δεν μιλώ για πολεμάρχους· αχρείαστοι να ’ναι. Υπάρχουν πάντως ο Δασκαλογιάννης, ο Κόρακας, ο Πετρακογιώργης κι ακόμη μερικές χιλιάδες.

Αν πάλι αυτά τα ψηλά βουνά της Κρητικής Δόξας σου φαίνεται δύσκολο να τ’ ανεβείς, και πάλι υπάρχει λύση: υπάρχουν ο πατέρας σου και η μάνα σου. Ξεκίνα απ’ αυτούς και προσπάθησε εσύ να γίνεις λίγο καλύτερος ή και πολύ.

Λοιπόν, τι λες; Τα χρειάζεσαι ακόμη τα μαύρα ποκάμισα;

Υ.Γ. Η παράδοση είναι ένα θέμα που αφορά εξίσου άνδρες και γυναίκες. Αν εδώ μίλησα μόνο για ντελικανήδες, είναι γιατί πήρα αφορμή από τους μαυροποκαμισάδες.

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Ορφανό:

Ο Βασίλης Ορφανός είναι εκπαιδευτικός – ψυχολόγος.

Με σπουδές στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, στο Πανεπιστήμιο Paris V- Rene Descartes (maitrise και D.E.A. Ψυχολογίας) και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (πτυχίο Βυζαντινού και Νεοελληνικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής). Υπηρέτησε στην εκπαίδευση ως δάσκαλος Δημοτικού, ως καθηγητής γαλλικής και ως καθηγητής ψυχολογικών και παιδαγωγικών μαθημάτων σε σχολές επιμόρφωσης δασκάλων και νηπιαγωγών. Έχουν δημοσιευθεί άρθρα του για παιδαγωγικά, ψυχολογικά και φιλολογικά θέματα.

Έχει ασχοληθεί συστηματικά με την Ψυχανάλυση λακανικής κατεύθυνσης. Το 2014 εκδόθηκε από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη το βιβλίο του”Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα”.

Πηγή: www.neakriti.gr

(0)
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ